- αρωγή
- ηβοήθεια, συνδρομή, προστασία: Η αρωγή των αδελφών του στην ανάδειξή του ήταν πολύ σημαντική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρωγῇ — ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγή — aid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρωγή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 233 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγείρου. * * * η (AM ἀρωγή) (Α) [αρήγω] η βοήθεια, η επικουρία ή η περίθαλψη νεοελλ. το ποσό που δίνεται ως δάνειο ή βοήθημα … Dictionary of Greek
ἀρωγῆι — ἀρωγῇ , ἀρωγή aid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγαῖς — ἀρωγή aid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγαί — ἀρωγή aid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῆς — ἀρωγή aid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγήν — ἀρωγή aid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρωγῶν — ἀρωγή aid fem gen pl ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek